- ηερόφοιτος
- ἠερόφοιτος και ἠερίφοιτος, -ον (Α)1. (για πτηνά) αυτός που συχνάζει ή πλανιέται στον αέρα2. (για τη σελήνη) ἠεροφοῑτις*που πλανιέται στον αέρα, που διέρχεται διά μέσου τού αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- ιων. τ. τού αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φοιτος < φοιτώ ή, κατ' άλλη άποψη, < αμάρτυρο *φοίτᾱ (πρβλ. α-κοίτης < κοίτη)].
Dictionary of Greek. 2013.